Ο Πυροσβέστης Άγγελος Κοτσιώρης. Γεννήθηκε στην Καρδίτσα, ζει στην Ηλιούπολη.
Μεγάλωσα στο Κουκάκι, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη. Ήταν πιο ανάλαφρα τα πράγματα τότε, υπήρχε μια αίσθηση γειτονιάς.
Από πολύ πιτσιρικάς ήθελα να γίνω πυροσβέστης – από το δημοτικό. Είναι ένα επάγγελμα που σε εξιτάρει.
Έκανα τη βασική εκπαίδευση και μετά έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη σχολή αξιωματικών. Πέρασα ωραία στα τέσσερα χρόνια της σχολής – ήμασταν λίγοι τότε, μόνο 26 άτομα.
Η πρώτη φωτιά που έσβησα ήταν σαν δόκιμος πυροσβέστης σ’ ένα κατάστημα με ρούχα στη Γλυφάδα. Δεν ξεχνάς την πρώτη σου φωτιά: θυμάμαι τον πανικό που είχε δημιουργηθεί -ήταν σε πολυκατοικία- και έπρεπε να κατεβάσουμε τον κόσμο κάτω.
Έχουμε πανελλαδικά γύρω στα 55.000 συμβάντα το χρόνο. Oι πυρκαγιές αφορούν περίπου 25.000 με 30.000 απ’ αυτά.
Το καλοκαίρι ο ημερήσιος αριθμός πυρκαγιών ξεπερνά τις 100. Tις περισσότερες τις προλαβαίνουμε πριν πάρουν έκταση.
Οι περισσότερες πυρκαγιές οφείλονται σε πρόθεση. Το καταλαβαίνουμε από τους εμπρηστικούς μηχανισμούς. Βέβαια, υπάρχει και μια αρκετά σημαντική μερίδα ψυχικά άρρωστων ανθρώπων: πυρομανείς που τρελαίνονται να βλέπουν τη φωτιά ή να ακούν τις πυροσβεστικές σειρήνες.
Για να βάλει κάποιος μια φωτιά αποβλέπει σε κάτι: είτε να σβήσει κάποια ίχνη εγκλήματος (έχουμε και πολλά περιστατικά με χωρισμένα ζευγάρια που ψάχνουν για εκδίκηση) ή -στην περίπτωση των οικοπεδοφάγων- περιμένει να γίνει κάποια στιγμή αποχαρακτηρισμός.
Στη δουλειά μας δεν έχει σημασία τι βαθμίδα έχεις. Αυτή τη στιγμή μπορεί να χτυπήσει το τηλέφωνο και από την Πειραιώς να βρεθώ σε δύο ώρες στα Γιάννενα.
Είναι επικίνδυνο αυτό που κάνουμε. Μόνο τη θερμότητα να σκεφτείς. Εδώ καίγεται κανείς με τον καύσωνα με 40-45 βαθμούς, φαντάσου σε θερμοκρασίες 500 και 1000 βαθμών τι γίνεται. Υπάρχουν και τα απρόβλεπτα – πας να σβήσεις τη φωτιά, αλλάζει κατεύθυνση ο άνεμος και σε κλείνει μέσα.
Αν έχω φοβηθεί ποτέ; Όχι πολύ.
Σε μια πυρκαγιά σαν αυτή της Πάρνηθας όλος ο οργανισμός της πυροσβεστικής τίθεται σε επιφυλακή – δουλεύει κανείς τουλάχιστον επί ένα 24ωρο.
Η πιο έντονη ανάμνησή μου από δασική πυρκαγιά πάντως ήταν στο Μαίναλο το 2000. Είχε πολύ ψηλή βλάστηση και ήταν εύκολο να εγκλωβιστεί κανείς. Πόσες ώρες ήμουν εκεί; Ώρες; 4 μέρες έμεινα!
Εκείνη τη στιγμή σε κρατάει η ένταση, η αδρεναλίνη. Σκέφτεσαι «Αυτή η φωτιά πρέπει να τελειώσει τώρα, δεν πρέπει να κάψει άλλο». Οι περισσότεροι από μας θα μπορούσαν να φύγουν μετά από κάποιες ώρες, αλλά δεν το κάνουν. Τους αρέσει. Εξάλλου, οι πυροσβέστες είμαστε μια ομάδα, σαν οικογένεια. Σκεφτόμαστε «Θα αφήσω τον Άγγελο ή τον Κώστα; Όχι θα πάμε μαζί».
Ακούμε καλά σχόλια από τον κόσμο. Μας έχουν ψηλά.
Οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγράψουν τη χαρά που νιώθουμε όταν διασώζουμε ένα άτομο μετά από ένα σεισμό ή από μια πλημμύρα. Βγάλαμε γύρω στα 85 άτομα ζωντανά απ’ τα χαλάσματα μετά το σεισμό του ’99. Αρκετοί απ’ αυτούς έχουν κρατήσει επαφή με τους πυροσβέστες – τη στιγμή της διάσωσης ο πυροσβέστης είναι σαν Θεός.
Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα παιδιά. Για μένα κάθε παιδί είναι σαν να ’ναι ο γιος μου – εκεί τα δίνω όλα. Μια διάσωση που δεν θα ξεχάσω ήταν όταν ένα παιδί είχε εγκλωβιστεί με τις πλημμύρες σε κάτι βάρκες στο λιμανάκι της Γλυφάδας. Είχε πάει με τον πατέρα του να δέσουν τη βάρκα και τους παρέσυρε το ρεύμα. Η βάρκα ανατράπηκε και το παιδί εγκλωβίστηκε ανάμεσ σε δύο άλλες. Δεν μπορούσε ούτε να αναπνεύσει. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε τις ομάδες διάσωσης, αλλά δεν υπήρχε χρόνος. Πέσαμε με τα ρούχα να το σώσουμε.
Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να μην μπορείς να σώσεις έναν άνθρωπο. Αυτό το ζούμε έντονα στα τροχαία – πάμε αναγκαστικά για τον απεγκλωβισμό. Εκεί, ακόμα και το λεπτό έχει σημασία. Τα καλοκαιρινά τροχαία, ειδικά στην παραλιακή, είναι τα χειρότερα, γιατί συναντάς νέους ανθρώπους.
Κάτι τέτοιες στιγμές είναι σαν να ζεις δυο διαφορετικές ζωές. Πας σ’ ένα τροχαίο, προσπαθείς να σώσεις κάποιον και μετά πρέπει να γυρίσεις σπίτι όπο σε περιμένουν τα παιδιά σου, ειδικά όταν είναι μικρά, και σου λένε « Έλα να παίξουμε». Κι όμως, πρέπει να συνδυάσεις και τα δυο. Δεν μπορείς να πας σπίτι και να λες στα παιδιά σου «Αφήστε με γιατί ήμουν σ’ ένα σοβαρό τροχαίο».
Στη δουλειά μας εθίζεσαι στην αδρεναλίνη. Πολλοί συνάδελφοι μετά τη συνταξιοδότηση έχουν πρόβλημα προσαρμογής. Βλέπεις αρκετούς για πολύ διάστημα να περιφέρονται γύρω από την υπηρεσία – έρχονται μέσα για καφέ… Δεν είναι εύκολο ν’ αφήσεις αυτό το επάγγελμα.
Επειδή έχει αναπτυχθεί πολύ το φιλοζωικό συναίσθημα, τα τελευταία χρόνια έχουμε πολλές κλήσεις για γάτες που έχουν ανεβεί σε δέντρα και φωταγωγούς.
Το πιο ευτράπελο, πάντως, ήταν μια φορά που μας είχαν καλέσει σ’ ένα ισόγειο στην Καλλιθέα για να βγάλουμε ένα φίδι που είχε χωθεί στον τοίχο. Ήταν δύσκολο γιατί δεν υπάρχει τρόπος να καλέσεις ένα φίδι.
Η Αθήνα παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες στην πυρόσβεση. Η μεγαλύτερη είναι το κυκλοφοριακό. Δεν μπορούμε να φτάσουμε έγκαιρα για να σβήσουμε τη φωτιά. Υπάρχουν και κάποιες περιοχές, όπως η Κυψέλη με τα παρκαρισμένα ή η Πλάκα, που έχουν στενούς δρόμους – εκεί τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Πριν από 5 χρόνια φύγαμε με τη γυναίκα μου από το Κουκάκι. Τώρα μένουμε στην Ηλιούπολη: είναι κάπως πιο ανθρώπινα, οι δρόμοι είναι λίγο μεγαλύτεροι, έχει αρκετό πράσινο. Όταν υπάρχει χρόνος βγαίνω για κανένα καφέ με φίλους, πάω σε κανένα ταβερνάκι. Συνήθως ξαναγυρνώ στην παιδική μου γειτονιά – στην Πλάκα, στου Ψυρρή, στο Θησείο…
Tι χρειάζεται για να γίνει κανείς πυροσβέστης; Πάνω απ’ όλα να είναι αλτρουϊστής, να του αρέσει να προσφέρει στους άλλους. Αν δεν το έχει αυτό, καλύτερα να κοιτάξει αλλού.πηγη:m.lifo.gr