Δασικές πυρκαγιές: Η θεσμική ρίζα του κακού
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι η μόνη αιτία για τον εφιάλτη των δασικών πυρκαγιών που ζει η χώρα μας. Η αφετηρία του κακού είναι ο νόμος 2612/1998 που μετέφερε την αρμοδιότητα της δασοπυρόσβεσης από τη δασική υπηρεσία στην πυροσβεστική και ειδικότερα το άρθρο 9, που μετέφερε και τις αντίστοιχες πιστώσεις στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της πρόληψης, την κατάργηση των εργασιών καθαρισμού των δασών με συνεπακόλουθο τη συσσώρευση καύσιμης ύλης στο έδαφος, αλλά και την αδυναμία αντιμετώπισης της φωτιάς από την Πυροσβεστική Υπηρεσία στο πεδίο, λόγω άγνοιας των συνθηκών του δάσους. Στην έκθεση που συνέταξε η επιτροπή εμπειρογνωμόνων υπό τον συντονισμό του διευθυντή του Global Fire Monitoring Center (GFMC), καθηγητή Dr. Johann Georg Goldammer για τη φωτιά στο Μάτι, αναλύθηκαν τα βαθύτερα αίτια του διαρκώς εντεινόμενου προβλήματος των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα (7-2-2019). Αυτά, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, είναι η έμφαση της ελληνικής πολιτικής στην καταστολή έναντι της πρόληψης, η συσσώρευση στο έδαφος καύσιμης ύλης, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ συναρμόδιων φορέων, αλλά και η έλλειψη κατανόησης μεταξύ πυροσβεστικής υπηρεσίας και δασικής υπηρεσίας.
Η εγκατάλειψη των εργασιών καθαρισμού των δασών από τη δασική υπηρεσία με τη μεταφορά των αντίστοιχων κονδυλίων στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, είναι η βασική αιτία της αδυναμίας ελέγχου των δασικών πυρκαγιών, λόγω της αύξησης της ποσότητας και της συνέχειας της καύσιμης ύλης. Αυτή είναι ουσιαστικά η αιτία της διαπιστωμένης από τους εμπειρογνώμονες έμφασης της ελληνικής πολιτικής στην καταστολή έναντι της πρόληψης. Στην πρόσφατη πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη είδαμε περιπτώσεις σπιτιών που σώθηκαν γιατί οι ιδιοκτήτες είχαν φροντίσει να καθαρίσουν επιμελώς γύρω γύρω το σπίτι τους από τα ξερά χόρτα, όταν γειτονικά τους σπίτια κάηκαν ολοσχερώς.
Πριν από τον νόμο 2612/1998, τα στελέχη της δασικής υπηρεσίας, με τη συνδρομή των δασικών συνεταιρισμών, είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση, στον καθαρισμό και στην απομάκρυνση της καύσιμης ύλης από το δάσος στην περιοχή ευθύνης τους, προλαμβάνοντας τις δασικές πυρκαγιές. Σε συνεργασία με τους τοπικούς παράγοντες και τα μέλη των δασικών συνεταιρισμών, οι εργαζόμενοι στη δασική υπηρεσία είχαν πλήρη εικόνα της περιοχής τους, γνώριζαν τις ιδιομορφίες του δάσους, γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, αλλά διαπίστωναν και αντιμετώπιζαν άμεσα τυχόν έκνομες ενέργειες. Σήμερα, οι εργαζόμενοι στη δασική υπηρεσία έχουν μετατραπεί σε γραφειοκράτες και όταν συμβεί το κακό της δασικής πυρκαγιάς, οι παραδασόβιοι πληθυσμοί εκλιπαρούν για «εναέρια μέσα» πυρόσβεσης, αφού τα πεζοπόρα τμήματα της πυροσβεστικής, λόγω έλλειψης γνώσης των ειδικών συνθηκών του δάσους, αδυνατούν να ελέγξουν τη φωτιά, που τροφοδοτούμενη από τη συσσωρευμένη καύσιμη ύλη επεκτείνεται ανεξέλεγκτα. Μια όχι τυχαία παρατήρηση είναι ότι οι δασικές πυρκαγιές επαναλαμβάνονται έπειτα από περίοδο επτά – δέκα ετών, όταν συσσωρεύεται αρκετή καύσιμη ύλη.
Ομως, η καύσιμη ύλη του δάσους αντί να αποτελεί πηγή κακού, μπορεί να αποτελέσει, με ενεργό διαχείριση, πηγή ευημερίας και εισοδήματος. Η αειφόρος διαχείριση και η προστασία των δασικών πόρων είναι η κύρια αποστολή της δασικής υπηρεσίας. Το δάσος, εκτός από τη συμβολή του στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, παράγει προϊόντα και πολύτιμες υπηρεσίες για την τοπική οικονομία και δίνει απασχόληση στον τοπικό πληθυσμό. Η διάθεση κονδυλίων για τον καθαρισμό και την απομάκρυνση από το δάσος της καύσιμης ύλης με ενεργό διαχείριση μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή απασχόλησης, εισοδήματος και οικονομικής δραστηριότητας για τις τοπικές οικονομίες. Το κόστος αυτό είναι σημαντικά μικρότερο από το κοινωνικό κόστος της πυρκαγιάς. Η ενεργός διαχείριση του δάσους μπορεί να στηρίξει μικρές βιοτεχνίες προϊόντων ξύλου, παραγωγής πέλλετ για θέρμανση, ηλεκτρικής ενέργειας, κ.λπ. Πολλές από αυτές τις δραστηριότητες ίσως είναι αμφίβολης βιωσιμότητας με όρους αγοράς, αλλά για τον λόγο αυτό υπάρχει ο αναπτυξιακός νόμος, αφού τα κοινωνικά οφέλη είναι πολλά και σημαντικά, με σημαντικότερο αυτών την πρόληψη της πυρκαγιάς και τη διαφύλαξη της ζωής, της περιουσίας και της ευημερίας των παραδασόβιων πληθυσμών.
Επειτα από είκοσι και πλέον χρόνια εφαρμογής του νόμου 2612/1998, πρέπει να επανεξεταστεί το θεσμικό πλαίσιο της διαχείρισης των δασών και της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, ώστε να ξαναγίνει το δάσος πηγή απασχόλησης, εισοδήματος και ευημερίας, αντί αιτία καταστροφής περιουσιών, απώλειας ζωής και κοινωνικής δυστυχίας. Για να υπάρξει ανάπτυξη και ανάπλαση των κατεστραμμένων περιοχών χρειάζεται αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Μια κοινωνική ανάλυση κόστους-οφέλους μπορεί πολύ εύκολα να αναδείξει τα αναπτυξιακά και κοινωνικά οφέλη της αλλαγής του υφιστάμενου σήμερα θεσμικού πλαισίου διαχείρισης των δασών. Η έλλειψη πολιτικής για τη διαχείριση και τον καθαρισμό των δασών από την καύσιμη ύλη οδηγεί ουσιαστικά στην έλλειψη πρόληψης, που συνεπάγεται νομοτελειακά αύξηση του όγκου της καύσιμης ύλης και ταχύτατη επέκταση της πυρκαγιάς, που η πυροσβεστική αδυνατεί να αντιμετωπίσει. «Τη φωτιά πρέπει να την προλάβεις, να μη σου φύγει», είναι η γνωστή έκφραση στους παραδασόβιους πληθυσμούς της Εύβοιας, που ζουν σήμερα τον χειρότερο εφιάλτη τους.
* Ο κ. Γεώργιος Μέργος είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ, πρώην γενικός γραμματέας, υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.
kathimerini.gr