Τα Magirus-Deutz ανέτρεψαν όσα επικρατούσαν στην κατάσβεση
Στην πλούσια ιστορία των πυροσβεστικών οχημάτων στην χώρα μας που ξεκινά από τα χρόνια του Όθωνα με τις χειροκίνητες αντλίες, υπάρχουν δύο σημαντικές χρονολογίες σταθμοί. Το 1923, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Στυλιανός Γονατάς και το 1958 όταν πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και στις δύο περιπτώσεις παραλήφθηκαν νέα οχήματα που ενίσχυσαν τον στόλο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Αγγλικά οχήματα
Μια νέα σελίδα στην πυροσβεστική ιστορία του τόπου μας, τον Μάιο 1923, όταν στο Πεδίον του Άρεως παρουσιάζονταν, με τη σχετική επισημότητα τα πρώτα δεκαέξι βενζινοκίνητα οχήματα. Η προμήθειά τους είχε αποφασιστεί τρία χρόνια νωρίτερα, με αφορμή τεράστια πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει (Ιούνιος 1920) στους βασιλικούς στάβλους, εκεί όπου αργότερα ανεγέρθηκε το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (Σταδίου, Βουκουρεστίου, Πανεπιστημίου, Αμερικής).
Στο δημόσιο διαγωνισμό που ξεκίνησε τότε και συμμετείχαν τα μεγαλύτερα εργοστάσια του κόσμου, προτιμήθηκε η προσφορά της βρετανικής εταιρείας Dennis Brothers Ltd, την οποία είχε ιδρύσει ένας ταγματάρχης του βρετανικού στρατού και ο αδελφός του. Η οικονομική αδυναμία του ελληνικού κράτους να καταβάλει ποσόν μεγαλύτερο του ενός εκατομμυρίου που απαιτούνταν για την αγορά και οι έκτακτες συνθήκες που επικρατούσαν προκάλεσαν την τριετή καθυστέρηση.
Η δύναμη
Η προτίμηση που έδειχνε το Επιτελείο της Πυροσβεστικής στη συγκεκριμένη μάρκα πυροσβεστικών οχημάτων οφειλόταν στο γεγονός ότι και πριν δώδεκα χρόνια είχε προμηθευθεί η Ελλάδα τρία οχήματα από την ίδια εταιρεία. Τα οχήματα εκείνα, μία αντλία και δύο βυτία, είχαν αποδειχθεί άκρως κατάλληλα και συνέχιζαν να λειτουργούν αδιακόπως και υπό δυσμενείς συνθήκες. Με ειδική νομοθετική ρύθμιση της επαναστατικής κυβέρνησης Γονατά τελικά αγοράστηκαν τα οχήματα.
Όσο για το κόστος καλύφθηκε με την αύξηση του φόρου των ασφαλίστρων ειδικά για την πυροσβεστική υπηρεσία, οπότε δεν επιβαρύνθηκε το ελληνικό δημόσιο. Τα νέα οχήματα (φωτό) με κινητήρια δύναμη 65 ίππους, πέραν των τεσσάρων ταχυτήτων, διέθεταν και όπισθεν –πρωτοποριακή για την εποχή–, καθώς και μία μεγάλη αντλία 75 ίππων που εκτόξευε έως 600 γαλόνια νερό σε ένα λεπτό! Διέθεταν σωλήνες λινές, μήκους περίπου τριάντα μέτρων, και έριχναν νερό σε ύψος 40 μέτρων. Η πρώτη επίδειξη που έγινε στο Πεδίον του Άρεως με κάθε επισημότητα άφησε κυριολεκτικά άναυδους τους επίσημους που την παρακολούθησαν.
Παρατράγουδα
Ωστόσο δεν έλειψαν και τα παρατράγουδα. Από λάθος χειρισμό των πυροσβεστών, οι οποίοι μάθαιναν ταυτοχρόνως τα νέα οχήματα, έγιναν μούσκεμα πολλοί από τους επισήμους! Πάντως, ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που επικράτησε ώστε μετά την παράδοση ο νέος στόλος της Πυροσβεστικής παρέλαυνε με υπερηφάνεια στο κέντρο των Αθηνών για να φτάσει στον Πυροσβεστικό Λόχο μέσω των οδών Πατησίων και Σταδίου.
Σημειωτέον ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία εκείνη την εποχή κάλυπτε μόνον τις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) και με ελάχιστο προσωπικό. Στις άλλες πόλεις οι δήμοι ήταν εκείνοι που καλούνταν ακόμη με εργάτες και καταβρεκτικά μέσα να ασχολούνται με την κατάσβεση των πυρκαγιών. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία οργανώθηκε σε ανεξάρτητο Σώμα τρία χρόνια αργότερα, το 1926.
Εν έτει 1958
Η επόμενη εντυπωσιακή προμήθεια οχημάτων ήταν περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1958. Όταν κυκλοφόρησαν στους δρόμους των Αθηνών, πριν από εξήντα χρόνια, θεωρήθηκαν υπόδειγμα τεχνικής τελειότητας. Ήταν τα νέα ευέλικτα πυροσβεστικά οχήματα, μικρότερα σε μήκος από τα παλαιότερα, ώστε να μπορούν να εισχωρήσουν και στον πιο στενό δρόμο.
Δεν ήταν όμως μόνον η εμφάνιση, η νέα τεχνολογία και γενικότερα οι δυνατότητές τους που εντυπωσίαζαν τους Αθηναίους, οι οποίοι τα έβλεπαν να παρελαύνουν προς επίδειξη στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας. Ήταν και ο τρόπος που έγινε η προμήθεια αλλά και η συναρμολόγησή τους στην Ελλάδα.
Magirus – Deutz
Πενήντα πυροσβεστικά οχήματα Magirus – Deutz, τα οποία κλήθηκαν να ενισχύσουν την Πυροσβεστική Υπηρεσία και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Κομψά, ιδιαίτερα ευέλικτα για την εποχή όταν ο κατοικημένος ιστός απλωνόταν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την Αττική. Εξάλλου, ήταν η εποχή που γνώριζε τη θεμελιώδη ανάπτυξή της η Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Οι νέες αντλίες είχαν πολλά προτερήματα και ένα εξ αυτών θεωρούνταν το μικρό μήκος τους. Οι παλιές είχαν μήκος 9,20 μέτρα και οι νέες μόλις 7,25 μέτρα και θεωρούνταν ιδιαιτέρως εύκαμπτες.
Η συναρμολόγηση
Επίσης ήταν πιο οικονομικές από τις παλιές διότι χρησιμοποιούσαν πετρέλαιο για να κινηθούν και παρουσίαζαν μικρότερες φθορές κατά τη χρήση τους. Εξάλλου, όλα τα εξαρτήματα του οχήματος ήταν προφυλαγμένα σε ειδικές θήκες οι οποίες είχαν κατασκευαστεί από τη Σιβιτανίδειο Σχολή! Επρόκειτο περί πρωτοποριακής ενέργειας να ανατεθεί στο δυναμικό της Σχολής.
Η συναρμολόγηση των οχημάτων, αφού διέθετε τέλεια μηχανουργεία και εξαιρετικό προσωπικό. Στα μηχανουργεία της Σχολής κατασκευάσθηκε και όλο το αμάξωμα των αντλιών εκτός του βυτίου του νερού που είχε έλθει από τη Γερμανία μαζί με τη βάση του αυτοκίνητου. Επίσης, από τη Γερμανία είχαν έλθει τα ανταλλακτικά που συναρμολογήθηκαν (μοτέρ, μηχανήματα άντλησης νερού κ.ά.).
Οι δυνατότητες
Πολλά ήταν όμως και τα εξαρτήματα που κατασκευάστηκαν στη Σιβιτανίδειο, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν οικονομίες ύψους περί εκατό χιλιάδων δολαρίων σε συνάλλαγμα. Το βυτίο κάθε αντλίας μπορούσε να μεταφέρει 2.500 κιλά νερού και να το καταναλώσει σε ενάμιση λεπτό, εξακοντίζοντάς το σε ύψος ογδόντα μέτρων! Αυτά ίσχυαν για τις αντλίες χαμηλής πίεσης. Όταν οι πυροσβέστες χρησιμοποιούσαν τις αντλίες υψηλής τάσης τότε το νερό ξοδευόταν με ρυθμό 200 κιλών το λεπτό.
Είχαν όμως και άλλες δυνατότητες οι αντλίες αυτές, όπως ότι με ειδικά μηχανήματα μπορούσαν να εκτοξεύσουν στο ύψος των 80 μέτρων και 2.000 κιλά αφρού που χρησιμοποιούνταν όταν στο μέρος της πυρκαγιάς υπήρχαν εύφλεκτες και εκρηκτικές ύλες. Επίσης διέθεταν μικρότερες πυροσβεστήρες αφρού, τις οποίες μπορούσαν να μεταφέρουν οι πυροσβέστες στο σημείο που ήταν απαραίτητοι.
Το κόστος
Πόσο κόστισαν οι νέες αντλίες; Περίπου 25.000.000 δραχμές και με το ίδιο κονδύλι αγοράστηκαν τριάντα φορητές αντλίες και δέκα ρυμουλκούμενες. Αναλυτικότερα κάθε αντλία κόστισε 14.868 δολάρια, κάθε ρυμουλκούμενη 3.790 δολάρια και κάθε φορητή 1.507 δολάρια. Τέλος, ένα από τα πρόσθετα οφέλη που παρείχαν οι νέες αντλίες ήταν ότι χρειάζονταν λιγότεροι πυροσβέστες για την εξυπηρέτηση μιας αντλίας.
Πήραν μέρος και σε ταινία με τον Ν. Σταυρίδη
Σημειωτέον ότι ορισμένα εξ αυτών των πυροσβεστικών οχημάτων συμμετείχαν στα γυρίσματα της μεγάλου μήκους κωμωδίας «Ευτυχώς… τρελλάθηκα!». Προβλήθηκε το 1966 και είχε γυριστεί σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη, σκηνοθεσία Κώστα Ανδρίτσου και με πρωταγωνιστή τον Νίκο Σταυρίδη. Είναι τα οχήματα με τα οποία ξεκινά η ταινία και τα υποδέχεται ο Θανάσης Βέγγος, όταν υποτίθεται ότι είχε πιάσει φωτιά η «Ελληνική Οινοποιία Χάρμα» του Χαρίλαου Μαραζιώτη (Ν. Σταυρίδης).