Η χώρα μας έχει θρηνήσει πολλούς ήρωες… Ήρωες που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο καθήκον προκειμένου να σώσουν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες.
Ο Αρχιπυροσβέστης Κράγιας Ιωάννης, γεννήθηκε στη Λάρισα, το 1977. Κατατάχθηκε στο Πυροσβεστικό Σώμα το Νοέμβριο του 1998, ήταν άγαμος και υπηρετούσε στο 2ο Π.Σ. Θεσσαλονίκης.
Στις 12 Μαΐου 2001, έχασε τη ζωή του, κατά την κατάσβεση πυρκαγιάς σε αποθήκη υφασμάτων, στην περιοχή των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης.
(Το παρακάτω κείμενο είναι από το περιοδικό Πυροσβεστική επιθεώρηση τ. Μαΐου – Ιουνίου 2001).
Ακόμη ένας συνάδελφος προστέθηκε στο θλιβερό κατάλογο των πυροσβεστών που «φεύγουν» πάνω στην εκτέλεση του καθήκοντος.
Αυτή τη φορά πλήρωσε με τη ζωή του ένας νέος συνάδελφος, ο 24χρονος Γιάννης Κράγιας, από τη Λάρισα.
Το τραγικό συμβάν έλαβε χώρα το βράδυ της 12ης Μαΐου, κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς σε εργοστάσιο κατασκευής υφασμάτων, στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης
Ηταν ένα εργοστάσιο μέσα σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, με εξαιρετικά εύφλεκτα υλικά στο εσωτερικό του, καθώς και δεξαμενές αποθήκευσης προϊόντων πετρελαίου, γι’ αυτό και η πυρκαγιά πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις, απειλώντας τη γύρω περιοχή. Όμως, παρά τη μεγάλη έκταση της πυρκαγιάς, κανείς δεν περίμενε μια τέτοια δραματική εξέλιξη, μέχρι τη στιγμή που σημειώθηκε από άγνωστη αιτία ισχυρή έκρηξη και εγκλώβισε τον άτυχο συνάδελφο μαζί με τον Πυροσβέστη Αναστάσιο Σταυρακάρα.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι δύο πυροσβέστες εργάζονταν με αυλούς στον υπαίθριο χώρο του εργοστασίου, έχοντας πίσω τους ελεύθερο δρόμο διαφυγής. Ξαφνικά και ενώ όλα πήγαιναν καλά και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε, έγινε η έκρηξη και ένα υπόστεγο που βρισκόταν στο τμήμα της οδού διαφυγής τους κατέρρευσε, ενώ η πυρκαγιά εξαπλώθηκε απότομα στο μεγαλύτερο μέρος του εργοστασίου.
Οι φλόγες που ξεπήδησαν, εγκλώβισαν τους δύο πυροσβέστες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν προς τ ο εσωτερικό στεγασμένου χώρου, ο οποίος προϊόντος του χρόνου, είχε κατακλυσθεί από καπνούς. Οι συνάδελφοι όπως είπε στη συνέχεια ο ένας εκ των δύο που κατάφερε να επιζήσει καλούσαν απεγνωσμένα σε βοήθεια, μάταια όμως, αφού ήταν αδύνατο να τους ακούσουν οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στο εξωτερικό του κτιρίου.
Το ίδιο βέβαια έκαναν και οι συνάδελφοι που πρόλαβαν να διαφύγουν σώοι, αφού αμέσως τους αναζήτησαν. Από εκεί και πέρα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Με κομμένη την ανάσα, οι πυροσβέστες κατέβαλλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να εντοπίσουν τους αγνοούμενους συναδέλφους τους.
Με αερόσφυρες, αφού άλλη δίοδος δεν υπήρχε, άνοιξαν αρχικά μία οπή για να εισέλθουν στο εσωτερικό του κτιρίου. Η πρώτη προσπάθεια, δυστυχώς, ήταν ανεπιτυχής, αφού πίσω από τον τοίχο παρεμβαλλόταν εντοιχισμένη δεξαμενή όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια. Αποφάσισαν, λοιπόν, τη διάνοιξη και άλλων οπών σε διαφορετικά σημεία, ενώ παράλληλα ο Αρχ/στης Καραμπάσης Ιωάννης που ήταν επικεφαλής της πρώτης εξόδου, έκοψε ένα κομμάτι λαμαρίνας από την οροφή.
Ο χώρος όπου είχαν εγκλωβιστεί οι δύο συνάδελφοι, ήταν κυριολεκτικά γεμάτος από καπνούς. Ωστόσο, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Ο Καραμπάσης, από το άνοιγμα, άκουσε αμυδρά τη φωνή του Αναστάσιου Σταυρακάρα, ο οποίος εξαντλούσε και το τελευταίο απόθεμα οξυγόνου, που βρήκε ανάμεσα στα τόπια των υφασμάτων. Του έδωσε μία αναπνευστική συσκευή, ο Τάσος όμως δεν είχε το κουράγιο να την κρατήσει, πόσο μάλλον να τη φορέσει. Τυχερός, όμως, μέσα στην ατυχία του, με όσες δυνάμεις του απέμειναν, σύρθηκε πάνω στα τόπια από τα υφάσματα που υπήρχαν εκεί και με οδηγό το αχνό φως που εισερχόταν από το άνοιγμα προσπάθησε να φθάσει όσο το δυνατό πλησιέστερα. Το χέρι του Καραμπάση τον άρπαξε από το χιτώνιο και τον τράβηξε έξω σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Τον ρώτησαν για το Γιάννη. «…Ήταν δίπλα μου γύρω στα δύο μέτρα απόσταση, είχαμε γίνει ένα με το έδαφος αναζητώντας ρουφηξιές καθαρού αέρα, δε θα’ χουν περάσει παρά ελάχιστα λεπτά από την τελευταία συνομιλία που είχαμε…»
Εν τω μεταξύ, οι φωνές των συναδέλφων που καλούσαν το Γιάννη, γίνονταν όλο και πιο έντονες. Μάταια όμως. Καμία απάντηση δεν ερχόταν από το εσωτερικό. Η αγωνία είχε φθάσει στο αποκορύφωμα. Από τις τρύπες που είχαν ανοίξει στον τοίχο, οι πυροσβέστες, με αναπνευστικές συσκευές, εισήλθαν στο χώρο ερευνώντας κάθε πιθανό σημείο όπου σύμφωνα και με την περιγραφή του Τάσου, μπορεί να βρισκόταν ο Γιάννης. Με κίνδυνο και της δικής τους ζωής τον αναζητούσαν ανάμεσα στις πεσμένες λαμαρίνες και στα τόπια υφάσματος. Το ίδιο έκανε και ο Καραμπάσης από την οροφή, ο οποίος αφού εξάντλησε τον αέρα της συσκευής που είχε στη διάθεσή του συνέχισε να ψάχνει μέχρι που λιποθύμησε. Δυστυχώς κανείς δεν κατάφερε να εντοπίσει το Γιάννη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μία άλλη έκρηξη ήρθε να σκοτώσει την ελπίδα. Οι αδηφάγες φλόγες απλώθηκαν επικίνδυνα ενώ η ακτινοβολία που εκπεμπόταν στο σημείο ήταν μεγάλη. Έτσι, ο κίνδυνος για τη ζωή τους ήταν πλέον άμεσος και αναγκάστηκαν παρά τη θέληση τους, να εγκαταλείψουν το χώρο.
Τόνοι νερού εκτοξεύθηκαν στο σημείο, όμως το πυροθερμικό φορτίο ήταν πάρα πολύ μεγάλο για την άμεση καταστολή της πυρκαγιάς. Χρειάστηκαν πάνω από έξι ώρες για να κοπάσει η πύρινη λαίλαπα και να εντοπιστεί ο άτυχος Γιάννης, του οποίου το σώμα είχε πλέον απανθρακωθεί.
Οι πυροσβέστες, με δάκρυα στα μάτια, τον μετέφεραν στο ασθενοφόρο για να διακομισθεί στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, ώστε και τυπικά να διαπιστωθεί ο θάνατός του.
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά, αναδεικνύεται το γεγονός ότι οι πυροσβέστες όλου του κόσμου, παρά την πρόοδο της τεχνολογίας, όσα μέτρα ασφάλειας και να πάρουν, προκειμένου στο τέλος της βάρδιάς τους να επιστρέψουν σώοι στην οικογένειά τους, δεν τα έχουν ακόμη καταφέρει. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού και τις περισσότερες φορές δεν είναι εύκολα ορατός. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Τα δεδομένα και οι παράμετροι αλλάζουν ριζικά από συμβάν σε συμβάν, με αποτέλεσμα κανένα περιστατικό να μην είναι ίδιο με το προηγούμενο. Φαίνεται, πως ο «παράγοντας τύχη» στην άσκηση του επαγγέλματός μας είναι καθοριστικός. Και όλα αυτά, ενώ το επάγγελμα του πυροσβέστη δεν έχει ακόμη χαρακτηριστεί επίσημα από την Πολιτεία ως επικίνδυνο και ανθυγιεινό!
Στη μοιραία αυτή πυρκαγιά, που τις πρώτες πρωινές ώρες τέθηκε τελικά υπό έλεγχο, έλαβαν μέρος 38 οχήματα και 230 πυροσβέστες, στη μνήμη των οποίων το συμβάν αυτό θα μείνει χαραγμένο για πάντα.
Να σημειωθεί ότι στο νοσοκομείο εκτός από τον Σταυρακάρα, με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, μεταφέρθηκε και ο Αρχιπυροσβέστης Γιάννης Καραμπάσης.
Τραγική ειρωνεία! Ο άτυχος Γιάννης με το τέλος της βάρδιας θα μετέβαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Λάρισα, για να δει τους γονείς του.
Θρήνος για το Γιάννη
Μέσα σε κλίμα οδύνης και πένθους, την επομένη του θανάτου του, έγινε η κηδεία του Γιάννη Κράγια, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αγία Τριάδα Λάρισας. Η θεσσαλική γη που τόσο είχε αγαπήσει, δέχτηκε για πάντα τη σορό του.
Πέρα από τους συναδέλφους, πολλοί συμπολίτες, φίλοι και συγγενείς έσπευσαν να πουν το στερνό αντίο. Τραγικές φιγούρες, οι γονείς και η αδελφή του. Σκεπασμένη με την γαλανόλευκη, με τη συνοδεία της μπάντας του Σώματος και με δεκάδες στεφάνια, η σορός του οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία.
Τη νεκρώσιμο ακολουθία παρακολούθησαν ο Αρχηγός του Π.Σ. Αντιστράτηγος Παναγιώτης Φούρλας, ο Β’ Υπαρχηγός Υποστράτηγος Αναστάσιος Γαλανόπουλος, οι Περιφερειάρχες Κεντρ. Μακεδονίας Αρχιπύραρχος Αναστάσιος Μουρβάκης και Θεσσαλίας Αρχιπύραρχος Γεώργιος Θεάκος. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Διοικητής του 2ου Πυροσβεστικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, στον οποίο υπηρετούσε ο Γιάννης Κράγιας, Αντιπύραρχος Πετανίδης Χρήστος.
Στο τέλος της τελετής, φανερά συγκινημένος, ο Αρχηγός του Π.Σ. δήλωσε: Ό Γιάννης ήταν ένα παλικάρι και το Πυροσβεστικό Σώμα θα τον τμήσει μετά θάνατον, όπως του αρμόζει» και συνέχισε, «τη θέση του Γιάννη στο Π.Σ. μπορεί να καταλάβει η αδερφή του, Χριστίνα».
Τρεις μέρες αργότερα, με πρωτοβουλία των κατοίκων της γύρω περιοχής, τελέστηκε στον τόπο του συμβάντος, τρισάγιο στη μνήμη του άτυχου συναδέλφου. Ένας σωρός από λουλούδια υψώθηκε στο σημείο όπου βρέθηκε το απανθρακωμένο κορμί του Γιάννη. Ήταν όλοι εκεί: ο Περιφερειάρχης Κ. Μακεδονίας Αρχιπυραρχος Αναστάσιος Μουρβάκης, ο Διοικητής Πόλεως Πυραρχος Κων/νος Χατζηαγγέλου και φυσικά, οι συνάδελφοί του από το 2ο Πυρ/κό Σταθμό μαζί με το Διοικητή τους Αντιπυραρχο Χρήστο Πετανίδη.
Συνάδελφε Γιάννη, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει…
Στον τόπο του μοιραίου συμβάντος, με πρωτοβουλία των κατοίκων της περιοχής, τελέστηκε τρισάγιο στη μνήμη του άτυχου συναδέλφου.
Μια επιστολή… (κείμενο ενός πολίτη που έζησε από κοντά την τραγωδία)
Ο άδικος χαμός του Γιάννη δε θα μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Συνάδελφοι και απλοί πολίτες εξέφρασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη συμπαράστασή τους προς την οικογένειά του, αλλά και την οδύνη τους.
Στο περιοδικό μας, πολλοί ήταν αυτοί που μας έστειλαν ένα μικρό ποίημα ή κάποια λόγια στη μνήμη του νεαρού συναδέλφου. Ήταν αδύνατο, όμως, να τα δημοσιεύσουμε, αφού ο χώρος μας, όπως γνωρίζετε, είναι πάντα περιορισμένος.
Μια επιστολή, ωστόσο, ενός κατοίκου της περιοχής και αυτόπτη μάρτυρα, του κ. Κων/νου Κούρτη, ο οποίος να σημειώσουμε ότι δεν ήθελε να αναφερθεί το όνομά του, μας συγκίνησε ιδιαίτερα και θεωρήσαμε ότι πρέπει να την παρουσιάσουμε.
«Στη μνήμη του πυροσβέστη Γιάννη Κράγια
Την ώρα που οι κάτοικοι της πόλης, απλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις τους, παρακολουθούσαν το «μεγάλο αγώνα» μεγάλο αγώνα, ε; Τι ειρωνεία κι αυτή! και η ιαχή «κύπελλο κύπελλο» δονούσε τον ουρανό της, την ίδια ώρα σε μια γωνιά της ίδιας πόλης, μερικές εκατοντάδες άλλων κατοίκων της, δίνανε τη μάχη για τη ζωή τους και τις εστίες τους όχι τις ποδοσφαιρικές, τα γκόλποστ άλλως πως λεγόμενα αλλά τις κατοικίες τους.
Ήταν η στιγμή που μια πύρινη κόλαση έζωσε ένα οικοδομικό τετράγωνο. Από «άγνωστη αιτία» είπαν πως ξέσπασε η πυρκαγιά. ‘Άλλη ειρωνεία κι αυτή. Άγνωστη αιτία ονομάζουμε σήμερα την απληστία, την έλλειψη στοιχειωδών μέτρων ασφάλειας και την ανοχή του κράτους να δίνει άδεια λειτουργίας τέτοιων βιομηχανιών σε κατοικημένες περιοχές·
Την ώρα αυτής της τραγικής αντίθεσης, των πανηγυριζόντων και ευτυχούντων για το τίποτα από τη μια και των αγωνιζομένων για αξίες από την άλλη, εσύ Γιάννη, δεν είχες κανένα δίλημμα για το «ποίαν οδόν επί τω βίω τράπει» ποιο δρόμο να διαλέξεις.
Στην κραυγή του απελπισμένου πατέρα «είναι το παιδί μου μέσα» όρμησες στις φλόγες. Δυστυχώς, το κακό θεριό επεφύλαξε και για σένα την ίδια μοίρα που είχε προδικάσει για τις «ατάκτως ερριμένες» στοίβες από τόπια υφάσματος. Τα στοιχεία της φύσης δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν τα αντικείμενα από τους ήρωες. Γιατί εσύ, Γιάννη, ήσουν ένας πραγματικός ήρωας. Ένας από τους απλους ανθρώπους, που στη καθημερινή τους ζωή μερικές φορές έχουν την αίσθηση ότι με την παρουσία τους βαραίνουν και ταλαιπωρούν αυτόν τον πλανήτη, όταν όμως έρθει η κατάλληλη στιγμή δείχνουν το πραγματικό ανάστημά τους, δείχνουν ότι όντως είναι ήρωες.
Αλτρουιστές σαν εσένα, Γιάννη, δίνουν μήνυμα ελπίδας στην κοινωνία, μέσα στο κλίμα της κατάπτωσης που επικρατεί, ότι υπάρχουν αντιστάσεις, υπάρχει συνέχεια, υπάρχει μέλλον για την καλυτέρευση αυτού του κόσμου. Τον κόσμο γύρω μας, μόνο άνθρωποι του δικού σου αναστήματος μπορούν να τον αλλάξουν προς το καλύτερο.
Τα δήθεν ινδάλματα, οι δήθεν ήρωες, που προσπαθούν κάποιοι να μας πλασάρουν μέσα από γυάλινα παράθυρα και μεγάλα πρωτοσέλιδα, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά άδεια σακιά, περιτυλιγμένα με πολυτελή ενδύματα, γυαλισμένα και λουστραρισμένα, τα οποία αν δεν απεργάζονται το κακό μας, τίποτα στην ουσία δε μας προσφέρουν. Εμείς, μόνο σε άτομα σαν κι εσένα, Γιάννη, που δίνουν τη ζωή τους για το καλό των συνανθρώπων τους μπορούμε να βασιζόμαστε.
Δεν έτυχε να σε γνωρίσω ποτέ, Γιάννη, παρόλο που πολύ θα το ‘θελα. Μοιραία σύμπτωση τα ‘φερε έτσι, ώστε την ώρα που και το δικό μου σπίτι κινδύνευε από τη φωτιά, εσύ να είσαι από τους πρώτους που έτρεξαν να μας γλιτώσουν από τον κίνδυνο και έγινες θυσία. Ύστερα έμαθα ότι ήσουν και συντοπίτης μου. Πρωτοαντικρίσαμε και οι δυο μας τη ζωή στο λαρισινό κάμπο.
Ένιωσα την ανάγκη να γράψω αυτά τα λίγα λόγια σαν μια ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης στη θυσία σου για μας, σαν μια παρηγορητική συντροφιά στους δικούς σου ανθρώπους που πίσω σου άφησες. Η οικογένεια σου, η κοπελιά που σ’ ονειρεύονταν, το Πυροσβεστικό Σώμα που σε είχε στις τάξεις του, οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι σου, όλοι θα τιμάμε τη θυσία σου και θα σε θυμούμαστε πάντα.
Αιωνία η μνήμη σου Γιάννη Κράγια.
Ένας ευεργετηθείς από τη θυσία σου».
Το παραπάνω κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από το αφιέρωμα στον Αρχστη Γιάννη Κράγια της Πυροσβεστικής Επιθεώρησης (τεύχος Μαΐου – Ιουνίου 2001)